πελτῶν

πελτῶν
πέλτη
small light shield
fem gen pl
πέλτης
the Nile-fish
masc gen pl
πελτάζω
serve as a
fut part act masc voc sg
πελτάζω
serve as a
fut part act neut nom/voc/acc sg
πελτάζω
serve as a
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέλτων — πέλτον platform for a sarcophagus neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέλται (-ες) — Πόλη της αρχαίας Μικράς Ασίας, όχι μακριά από τις πηγές του Μαίανδρου. Οι κάτοικοί της λέγονταν Πελτινοί. Στην πόλη αυτή έμειναν οι Μύριοι του Κύρου επί τρεις ημέρες. Στον 6o αι. μ.Χ. αναφέρεται με το όνομα Μόλτη, έδρα επισκόπου με τον τίτλο ο… …   Dictionary of Greek

  • ενίσχω — ἐνίσχω (AM) άλλ. τ. τού ενέχω* 1. κρατώ μέσα, συγκρατώ ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.) 2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”